- διαφόρῳ
- διάφοροςdifferentmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαφορώ — διαφορῶ ( έω) (AM) μσν. έχω όφελος, είμαι κερδισμένος αρχ. 1. διασκορπίζω, διαδίδω («κλέος εὐρὺ διὰ ξεῑνοι φορέουσι», Οδ.) 2. παίρνω κάτι και φεύγω 3. λεηλατώ, διαρπάζω 4. κατασπαράσσω, ξεσκίζω 5. μεταφέρω από έναν τόπο σε άλλον 6. εκκρίνω με τον … Dictionary of Greek
διαφορῶ — διαφορέω spread abroad pres subj act 1st sg (attic epic doric) διαφορέω spread abroad pres ind act 1st sg (attic epic doric) διαφορέω spread abroad pres subj act 1st sg (attic epic doric) διαφορέω spread abroad pres ind act 1st sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφόρω — διάφορος different masc/fem/neut nom/voc/acc dual διάφορος different masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφόρωι — διαφόρῳ , διάφορος different masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιαφόρετος — η, ο [διαφορώ] 1. αυτός που δεν παρέχει διάφορο, δηλαδή ωφέλεια ή κέρδος, ανώφελος, άσκοπος, άχρηστος 2. επίρρ. αδιαφόρετα χωρίς κέρδος ή χωρίς τόκο … Dictionary of Greek
αδιαφόρητος — (I) η, ο (Α ἀδιαφόρητος, ον) [διαφορῶ] αυτός που δεν περνά από τους πόρους τού σώματος, δεν εξατμίζεται ή δεν αποβάλλεται με την εφίδρωση. (II) η, ο (Α ἀδιαφόρητος, ον) [ἀδιαφορῶ] αδιαφόρετος, αδιάφορος … Dictionary of Greek
ευμέλεια — η (Α εὐμέλεια) [εὐμελής] 1. μελωδικότητα, μουσικότητα, αρμονικότητα («φύσει διαφόρῳ προς εὐμέλειαν κεχορηγημένον», Διόδ.) 2. ευφωνία, μελωδική γλώσσα, ευρυθμία στον λόγο («τὶ οὖν ἦν ἄτοπον εἰ καὶ Δημοσθένει φροντὶς εὐφωνίας τε καὶ εὐμελείας… … Dictionary of Greek
προδιαφορώ — Μ χωνεύω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαφορῶ «διαλύω, εξαλείφω»] … Dictionary of Greek
προσδιαφορώ — έω, Α εκβάλλω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + διαφορῶ «διασπείρω, μεταφέρω, απάγω»] … Dictionary of Greek
συνδιαφορώ — έω, ΜΑ διασκορπίζω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαφορῶ «διασκορπίζω»] … Dictionary of Greek